ακωδικοποίητος

ακωδικοποίητος
η , ο [ος , ον ] не(за)кодифицированный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ακωδικοποίητος" в других словарях:

  • ακωδικοποίητος — η, ο [κωδικοποιώ] 1. αυτός που δεν κωδικοποιήθηκε, που δεν συντάχθηκε σε κώδικα, δηλαδή δεν κατατάχθηκε μεθοδικά 2. αυτός που δεν περιλήφθηκε σε κώδικα …   Dictionary of Greek

  • ακωδικοποίητος — η, ο αυτός που δεν κωδικοποιήθηκε: Η εκπαιδευτική νομοθεσία είναι ακόμη ακωδικοποίητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»